- ὠρεῖ
- ὠρέωpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ὠρέωpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ОРИТЫ — • Orītae, Ώρει̃ται, 1. народ индийского происхождения, живший в Гедрозии на восточном берегу Персидского залива. Хотя одежда их и вооружение были индийские, но в языке и обычаях они отличались от индийцев. Plut. Alex. 66. Curt … Реальный словарь классических древностей
φιλωρείτης — ου, και δωρ. τ. φιλωρείτας, ὁ, Α αυτός που αγαπά τα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ωρεί της (< ὄρος [ΙΙ]), πρβλ. ἀκρ ωρείτης. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Για τη μορφή ωρείτης τού β συνθετικού βλ. και λ. όρος (II)] … Dictionary of Greek